ολεσισιαλοκάλαμος

ολεσισιαλοκάλαμος
ὀλεσισιαλοκάλαμος, -ον (Α)
(για αυλό) αυτός που είναι κατασκευασμένος από καλάμι και εξαντλεί το σάλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ολεσι- τού ὄλλυμι «καταστρέφω» + σίαλον + κάλαμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”